Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με το υπ’ αριθμ. 11/2020 Βούλευμά του της 18 Δεκεμβρίου 2020, επί χειριζόμενης από το Γραφείο μας υποθέσεως, αναγνώρισε την απόλυτη ακυρότητα ενός μεγάλου μέρους της διαδικασίας ποινικής υποθέσεως και την απαλοιφή από τη δικογραφία όλων των σχετικών στοιχείων, με εξέχουσα την ίδια την παροχή εξηγήσεων (οιονεί απολογία), λόγω παραβίασης των Συνταγματικών Δικαιωμάτων του υπόπτου για Δίκαιη Δίκη κατά τη διαδικασία.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι με την αναγνώριση απόλυτης ακυρότητας η Ένορκη Διοικητική Εξέταση καθώς και η παραγγελθείσα από τον Εισαγγελέα Προκαταρκτική Εξέταση γύρισαν στο σημείο μηδέν, αφού αφαιρέθηκαν από αυτές τα πλέον καίρια στοιχεία.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο το ότι ο Εισαγγελέας Στρατοδικείου καθώς και το Δικαστικό Συμβούλιο του Στρατοδικείου δεν αποδέχτηκαν την ένσταση απόλυτης ακυρότητος όταν προβλήθηκε, καίτοι οι Συνήγοροι Υπεράσπισης την απέδειξαν άρτια, και απαιτήθηκε αίτηση σε δεύτερο βαθμό προς τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και του Δικαστικού Συμβουλίου Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθούν τα ελαττώματα μιας διαδικασίας που δεν αναγνώρισε στον οιονεί κατηγορούμενο βασικά Συνταγματικά Δικαιώματα.
Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, που το Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει επιβάλει στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, αποτελούν κεντρικές μέριμνες του Νομοθέτη. Και αυτό είναι ένα ευτύχημα για τη Δικαιοσύνη.
Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει στο άρθρο 244 ότι ο ύποπτος έχει μία σειρά από δικαιώματα, με τα κυριότερα από αυτά να είναι το δικαίωμα να λάβει γνώση του συνόλου των εγγράφων της δικογραφίας (π.χ. να πάρει αντίγραφο της μήνυσης ή έγκλησης, των καταθέσεων μαρτύρων, φωτογραφικό υλικό που έχει συλλεχθεί και οτιδήποτε άλλο περιλαμβάνεται στη δικογραφία), να διορίσει συνήγορο, να λάβει προθεσμία για να μελετήσει τη δικογραφία και να παράσχει εξηγήσεις (και όχι απολογία) καθώς και να μη δηλώσει επιβαρυντικά για τον εαυτό του στοιχεία (μη αυτενοχοποίηση) ή και να μη δηλώσει απολύτως τίποτα (σιωπή). Η δε σιωπή του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του, ενώ προκειμένου να μην υποπέσει στο ηθικό δίλημμα της υποχρέωσης να τηρήσει τον όρκο του και να καταθέσει την αλήθεια (δηλαδή και περιστατικά που τον ενοχοποιούν) καταθέτει ανωμοτί. Τα παραπάνω αναγνωριζόμενα στον ταυτοποιημένο ύποπτο δικαιώματα είναι κληροδότημα της ανάπτυξης του νομικού μας πολιτισμού και απότοκο της κατοχύρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, στα οποία σαφώς συγκαταλέγεται το τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6§ 2 ΕΣΔΑ και 48§ 1 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων). Δεν οφείλει ο κατηγορούμενος, πόσω μάλλον ο ύποπτος, να αποδείξει την αθωότητά του, αλλά η Δικαιοσύνη οφείλει να πείσει για την ενοχή του.
Με ταύτα ως δεδομένα, δεν είναι λίγες οι φορές που οι ανακριτικοί υπάλληλοι στους οποίους έχει ανατεθεί η διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, άλλοτε από αμέλεια, άλλοτε από άγνοια και άλλοτε [δυστυχώς] με σκοπό να βλάψουν τον ύποπτο, του αποστερούν κάποιο από τα παραπάνω δικαιώματά του ή και όλα συλλήβδην.
Υπαρκτή είναι εξ άλλου η τεχνική της «μαρτυροποίησης» υπόπτου, όπου ο ανακριτικός υπάλληλος διαβεβαιώνει εκείνον που καταθέτει πως η κατάθεσή του είναι καθαρά διαδικαστική ή πως δεν στρέφεται η έρευνα εναντίον του ή ακόμη χειρότερα πως «πάντα έτσι είναι η διαδικασία», με αποτέλεσμα ο ύποπτος να καταθέτει ως μάρτυρας, ενόρκως, δίχως πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας, δίχως επικοινωνία με συνήγορο και δίχως να μπορεί να προτείνει μάρτυρες προς υπεράσπισή του.
Έτσι και ύστερα από σύντομο χρονικό διάστημα, ο αρχικώς ύποπτος έρχεται αντιμέτωπος με μία ποινική δίωξη ή και με απευθείας παραπομπή στο ποινικό ακροατήριο για να δικαστεί ως κατηγορούμενος. Παρότι, βεβαίως, η συγκεκριμένη πρακτική είναι δυστυχώς συνήθης σε Στρατιωτικές και Αστυνομικές έρευνες και παρότι οι Εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να διαπιστώσουν τα ελαττώματα τέτοιων πράξεων αυτεπαγγέλτως, να μην τις λάβουν υπ’ όψιν και να διατάξουν την ορθή επανάληψή τους, εντούτοις πολλάκις έχουν καταγραφεί δικαιοδοτικές αρρυθμίες και η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά με τον ύποπτο να καθίσταται έρμαιο της διαδικαστικής σκληρότητος που ενίοτε προαποφασίζει περί ενοχής και αθωότητας.
Συνεπώς, κρίσιμη είναι η άμεση αντίδραση του υπόπτου και η διενέργεια των κατάλληλων ενστάσεων, προκειμένου η ακυρότητα της κατάθεσής του να κηρυχθεί από το Δικαστικό Συμβούλιο και να αποφευχθεί ο στιγματισμός του, με την απόδοση σε αυτόν της ιδιότητας του κατηγορούμενου με μόνο έρεισμα την αυτενοχοποίηση.
Πρέπει να υπογραμμισθεί πως η καθυστέρηση υποβολής ένστασης απόλυτης ακυρότητας ενδέχεται να οδηγήσει σε πλήρη αδυναμία αναστροφής της κατάστασης, ακόμα και αν η παρατυπία είναι πασιφανής. Και τούτο επειδή σύμφωνα με το άρ. 174§ 1 ΚΠΔ «Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο». Αν, λοιπόν, ο ύποπτος αδρανήσει και εκδοθεί κλητήριο θέσπισμα, δεν θα μπορεί πλέον να επικαλεστεί τις άκυρες πράξεις της προδικασίας, διότι πλέον αυτές παύουν να είναι άκυρες, ή κατά νομική ορολογία, επειδή η ακυρότητα «αυτό-θεραπεύτηκε».
Σημειωτέον πως η κήρυξη της ακυρότητας μιας πράξης συμπαρασύρει και τις εξαρτώμενες από αυτήν επόμενες ή και προηγούμενες πράξεις (ό,τι δηλαδή ισχύει στο διοικητικό δίκαιο για τη σύνθετη διοικητική ενέργεια). Επί παραδείγματι, εφόσον είναι άκυρη η κατάθεση του υπόπτου (π.χ. επειδή εξετάσθηκε ενόρκως ή δεν του δόθηκαν τα έγγραφα της δικογραφίας), τότε η μετέπειτα κίνηση της ποινικής δίωξης είναι επίσης άκυρη. Ως εκ τούτου, ο ύποπτος δεν θα γίνει κατηγορούμενος, δεν θα παραπεμφθεί στο ακροατήριο και είτε θα κληθεί να καταθέσει και πάλι (αυτή τη φορά ασκώντας όσα δικαιώματα ο ίδιος επιθυμεί να ασκήσει) είτε δεν θα γίνει καμία περαιτέρω ενέργεια, αφού το διερευνώμενο έγκλημα θα έχει υποκύψει σε παραγραφή.
Επί παρομοίων ζητημάτων έκρινε ύστερα από τις παρατηρήσεις μας κατά των πράξεων της προκαταρκτικής εξέτασης για στρατιωτικό έγκλημα το Αναθεωρητικό Δικαστήριο με το υπ’ αρ. 11/2020 Βούλευμά του, στο οποίο αναγνώρισε την ακυρότητα της κατάθεσης στρατιωτικού ως μάρτυρα, ενόρκως και δίχως να του χορηγηθούν αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας, παρότι ρητώς το πρόσωπο αυτό κατονομαζόταν σε καταγγελίες ως δράστης εγκλήματος.
Μάλιστα, προκειμένου να αναγνωριστεί η απόλυτη αυτή ακυρότητα χρειάστηκε Βούλευμα Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αφού το επιληφθέν σε πρώτο βαθμό απέρριψε κατά πλειοψηφία τις αιτιάσεις μας, όπως και ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου Αθηνών.
Εκ των ανωτέρω ανακύπτουν δύο συμπεράσματα. Το μεν πρώτο πως η συνθετότητα των δικονομικών ζητημάτων και η πολύμορφη διαδικασία ποινικής προέρευνας θέτει σε επιστημονική σύγκρουση ακόμα και τους έμπειρους Δικαστές και λειτουργούς της δικαιοσύνης. Το δε δεύτερο πως η διάπραξη αλλά και η μη διαπίστωση τόσο ουσιωδών και σημαντικών σφαλμάτων κατά τη διερεύνηση ενός αδικήματος, ειδικά όταν αυτή είναι βαρέως αμελής, επάγεται τον πειθαρχικό αλλά και ποινικό έλεγχο όσων συνετέλεσαν στην πραγματοποίηση των άκυρων ενεργειών.
Εν τέλει, η γνώση και η ορθή τήρηση του Νόμου συνιστά τόσο ευθύνη του διενεργούντος μία προκαταρκτική εξέταση όσο και εργαλείο του εξεταζόμενου σε αυτήν.
Δίχως άλλο, η ανάδειξη των αβελτηριών μίας ποινικής έρευνας είναι έργο σύνθετο και λεπτομερές, που απαιτεί κατάρτιση και κυρίως, σε αντίθεση με την αστική και τη διοικητική διαδικασία, άμεσα αντανακλαστικά.
Comments