Η σύνταξη και επίδοση των Εκθέσεων Αξιολόγησης αποτελεί επί της ουσίας την απόρροια της πολύμηνης -συνήθως- συνεργασίας και της συνύπαρξης του στελέχους με τον Αξιολογούντα.
Όπως είναι δεδομένο σε κάθε περίπτωση που ενσκήπτει η προσωπική άποψη, έτσι και οι Εκθέσεις Αξιολόγησης είναι σύνηθες να αποτυπώνουν σε έγγραφη μορφή τις έριδες, αντιπάθειες και την καθημερινή τριβή που αναπτύσσεται μεταξύ ανωτέρων και κατωτέρων κατά την κοινή υπηρεσία τους στη Μονάδα ή το Επιτελείο. Ο Νομοθέτης έχει κάνει αξιόλογες προσπάθειες προκειμένου να αντισταθμίσει την υποκειμενικότητα της αξιολόγησης, θεσπίζοντας ειδικές προϋποθέσεις και εξειδικευμένα κριτήρια, ούτως ώστε η Έκθεση Αξιολόγησης να περιβάλλεται με στοιχεία αξιοπιστίας και αντικειμενικότητας.
Παρόλα αυτά, η κοινή γνώση και εμπειρία πιστοποιεί πως η πραγματικότητα παρασάγγας απέχει από τη νομοθετική ρύθμιση.
Notandum, πως το άρθρο 14§ 2 Ν. 3883/2010 προβλέπει την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος, βάσει του οποίου θα προσδιορισθούν οι διαδικασίες και θα παραμετροποιηθούν τα κριτήρια σύνταξης των Εκθέσεων Απόδοσης. Η μη έκδοση αυτού επάγεται πως εξακολουθεί να ισχύει το Π.Δ. 99/2001, στα άρθρα 7 και 8 του οποίου αναπτύσσονται σε ικανοποιητικό βάθος οι απαιτήσεις και οι νομικές δικλείδες προκειμένου μία Έκθεση να είναι διοικητικώς (και άρα νομικώς) έγκυρη.
Μία εκ των προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 8§ 2γ Π.Δ. 99/2001, η οποία αποτελεί συνάμα και υποχρέωση του Αξιολογούντος Αξιωματικού, είναι η αναγκαιότητα ο τελευταίος «Να αποβάλλει κάθε αίσθημα συμπάθειας ή αντιπάθειας και να βαθμολογεί ή να περιγράφει με ακρίβεια και αντικειμενικότητα». Τούτη η πρόβλεψη είναι ευκταία, αλλά και εν πολλοίς προβληματική. Απαιτεί έναν τέτοιο βαθμό επαγγελματικής ωριμότητας που ίσως να μην συναντάται παρά σε ελάχιστο βαθμό εντός του Στρατεύματος. Είναι εξ άλλου προβληματικότερη εκ του γεγονότος της χωλής φύσης της διάταξης. Εν ολίγοις, τί γίνεται αν δεν αποβληθεί κάθε αίσθημα και δεν περιγραφεί με ακρίβεια και αντικειμενικότητα ο αξιολογούμενος; Πώς αποδεικνύεται η εμπάθεια ή η αντιπάθεια, όταν είναι ακριβώς αυτό: μία σκέτη αντιπάθεια χωρίς τιμωρίες και χωρίς ΕΔΕ ή άλλα στοιχεία;
Τούτο μας θέτει ενώπιον αρχών του Δικαίου της Αποδείξεως, τομέα εν πολλοίς ποινικής σκέψης.
Και φυσικά, η απόδειξη της εμπάθειας και της εμφιλοχώρησης προσωπικών αθεμίτων κινήτρων κατά την σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης δεν είναι μία εύκολη διαδικασία για το στέλεχος που αξιολογείται.
Εξ αντιδιαστολής, τόσο η Ιεραρχία όσο και τα ίδια τα Δικαστήρια, προκειμένου να δεχθούν πως είναι βάσιμες οι υπόνοιες περί έλλειψης αμεροληψίας, απαιτούν αποδείξεις που συχνά είναι αδύνατον να προσκομισθούν.
Σε περιπτώσεις, μάλιστα, που κατά το προηγούμενο έτος το στέλεχος που αξιολογείται δεν έχει υποβάλει καμία αναφορά παραπόνων, δεν έχει τιμωρηθεί αδίκως ή δεν έχει καταθέσει σε ΕΔΕ ή εγκληθεί δι’αυτής, η απόδειξη της εμπάθειας ή της προκατάληψης του Αξιολογούντος παρίσταται εξόχως δυσχερής.
Ως εκ τούτου οι επιλογές που απομένουν στο αξιολογούμενο στέλεχος είναι αδρομερώς δύο:
Είτε θα δράσει προνοώντας, υποβάλλοντας δηλαδή αναφορά παραπόνων για τα όσα υφίσταται πριν εκδοθεί η έκθεση αξιολόγησης, ούτως ώστε να υπάρχει ένα ευχερώς αποδεικνυόμενο προηγούμενο περιστατικό που καταγράφει την υπάρχουσα ένταση και τριβή, είτε να προσπαθήσει να οδηγήσει στην κίνηση διοικητικής διαδικασίας διά της προσφυγής του κατά των γραφομένων στην Έκθεση Αξιολόγησης.
Εξάλλου, η πιθανότητα να παραδεχθεί η Διοίκηση το λάθος, ήτοι επί της ουσίας να αφήσει έκθετο τον Προϊστάμενο ενώπιον του Υφισταμένου είναι πάρα πολύ μικρή (σήμερα πολύ μικρότερη από ό,τι δέκα έτη πριν) και η κοινή πείρα έχει καταγράψει ελάχιστες τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά όταν ο Γνωματεύων παραθέτει το τυποποιημένο και πανομοιότυπο «Συμφωνώ με τη γνώμη του Αξιολογούντος».
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της κατάλληλης στρατηγικής αποτελεί έργο δυσχερές και απαιτεί εμπειρία και νομική γνώση, ούτως ώστε το στέλεχος να αξιοποιεί τα δικαιώματα που του δίνει ο νόμος και όχι να κάνει κατάχρηση δυνατοτήτων δοκιμάζοντας την ηθική, νομική και υπηρεσιακή ισχύ των στοιχείων που επικαλείται.
Βέβαια, είναι απολύτως κρίσιμο να αναφερθεί και τούτο: Η άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής του άρθρου 14 Π.Δ. 99/2001 είναι σε κάθε περίπτωση απολύτως απαραίτητη. Η προσφυγή του στελέχους δεν πρέπει να λάβει τη μορφή της αναφοράς παραπόνων, με μνεία των σχετικών διατάξεων του ΣΚ 20-1.
Αν γίνει τέτοιο λάθος, η πορεία της υπόθεσης είναι λίγο πολύ προδιαγεγραμμένη και η δικαίωση του στελέχους θα είναι απολύτως ανέφικτη, ακόμα και αν προσφύγει κατόπιν στα Διοικητικά Δικαστήρια.
Υπογραμμίζεται, λοιπόν, πως η ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα ενυπόγραφης λήψης γνώσης της κοινοποιηθείσης Έκθεσης Αξιολόγησης. Εάν εντός των 15 αυτών ημερών δεν ληφθεί δράση, το Στέλεχος θα βαρύνεται για τα επόμενα τουλάχιστον δέκα (10) έτη με τη δυσμενή αξιολόγηση που έλαβε και -ενίοτε- τα ακόμα πιο δυσμενή και προσβλητικά σχόλια που περιλαμβάνονται στην Έκθεση.
Σημειωτέον ότι το περιεχόμενο της προσφυγής δεν αφορά μόνο τη βαθμολογία αλλά και τις παρατηρήσεις ως ελεύθερο κείμενο. Ακόμα δηλαδή και αν η βαθμολογία είναι 100 (ή 10 αντιστοίχως για τους Υπαξιωματικούς) και συμπεριλαμβάνονται παρατηρήσεις και σχόλια που θίγουν την τιμή, αξιοπρέπεια, επαγγελματική κατάρτιση και σταδιοδρομία του στελέχους, η άσκηση της προσφυγής είναι σε κάθε περίπτωση επιτρεπτή, χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα ο αξιολογών να διαπράττει και αδίκημα που ενδιαφέρει τον Ποινικό ή Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα.
Στην εκδοχή, λοιπόν, που το όργανο που επιλαμβάνεται επί της ενδικοφανούς προσφυγής, απορρίψει αυτήν ως αβάσιμη, τότε ανοίγει ο δρόμος για την δικαστική αναζήτηση δικαίωσης και αποκατάστασης της αλήθειας. Συνήθως, δε, και ανεξαρτήτως της κρίσης της Ιεραρχίας επί της προσφυγής, η Έκθεση Αξιολόγησης είναι προφανώς αναιτιολόγητη.
Σε ελάχιστες περιπτώσεις Εκθέσεων αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά που οδήγησαν σε δυσμενή αξιολόγηση, ενώ ακόμα σπανιότερα δύνανται να αποδειχθούν.
Ως εκ τούτου, η άσκηση αίτησης ακύρωσης μπορεί να δώσει διέξοδο στο διοικητικό αδιέξοδο και να υποχρεώσει τη Διοίκηση να συμμορφωθεί με τις επιταγές του Π.Δ. 99/2001, του άρθρου 17 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και τις παραδοχές της νομικής θεωρίας και νομολογίας. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στη θεωρία «Η πράξη είναι επαρκώς και νομίμως αιτιολογημένη όταν από το σώμα της και τα συνημμένα σε αυτήν στοιχεία προκύπτουν με σαφήνεια και βεβαιότητα όλα τα ουσιώδη συγκεκριμένα περιστατικά της συνδρομής των νομίμων κριτηρίων, ώστε να μην καταλείπονται κενά και αμφιβολίες για την κρίση του διοικητικού οργάνου και να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος» (Απόστολος Γέροντας, Επιτομή Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014, σελ. 86).
Ας σημειωθεί ότι έχουν υπάρξει αποφάσεις, όπως η 2192/2010 Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, οι οποίες υποστηρίζουν πως δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακύρωσης κατά απόφασης του δευτεροβάθμιου οργάνου, ήτοι κατά της απόφασης του Ιεραρχικώς Προϊστάμενου του άρθρου 6§ 4 Π.Δ. 99/2001, μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής.
Το -εσφαλμένο κατά τη γνώμη μας- σκεπτικό της απόφασης ήταν πως η έκθεση αξιολόγησης δεν επάγεται μεταβολή στην υπηρεσιακή κατάσταση του στελέχους, όπως π.χ. γίνεται σε περιπτώσεις μετάθεσης, απόσπασης και επιβολής συνήθων και καταστατικών ποινών. Δεν είναι συνεπώς η Έκθεση Αξιολόγησης εκτελεστή διοικητική πράξη με την έννοια ότι δεν μεταβάλλει άμεσα την υπηρεσιακή κατάσταση του στρατιωτικού.
Με τον τρόπο αυτό όμως που ερμήνευσε το νόμο το Δικαστήριο παραγνώρισε τις διατάξεις των άρθρων 22§§ 4 και 5 Ν. 3883/2010 και 2§ 2α της ΥΑ (ΦΕΚ τ. Β’ 468/2018) βάσει των οποίων οι εκθέσεις αξιολόγησης συνεκτιμώνται για την έκδοση των δγών μετάθεσης και την μοριοδότηση των στελεχών.
Παραγνώρισε εξ άλλου ότι εξ της φύσεώς της η ενδικοφανής προσφυγή είναι conditio sine qua non της προσφυγής στη δικαστική προστασία. Εκ της λειτουργίας της, δηλαδή, δείχνει τη δικαστική αίθουσα.
Η συνέχεια μπορεί να διαπιστωθεί εκ προοιμίου. Όταν το στέλεχος θα προσφύγει κατά της διαταγής μεταθέσεώς του, θα λάβει την απάντηση πως δεν μπορεί στο πλαίσιο αυτής της δίκης να κριθεί η έκθεση αξιολόγησης, η οποία έπαιξε ρόλο στην μη ικανοποίηση της Δήλωσης Τόπων Προτίμησής του, καθώς το περιεχόμενό της θα έχει οριστικοποιηθεί.
Πρόκειται κατά τη γνώμη μας για συγκεκαλυμμένη αρνησιδικία.
Ευτυχώς, τόσο για την έννομη τάξη και τον νομικό μας πολιτισμό όσο και για την δυνατότητα των στελεχών να αποδείξουν και να επιτύχουν την αποκατάσταση της αδικίας που υπέστησαν, η συγκεκριμένη νομολογιακή τάση είναι πλέον εξόχως μειοψηφούσα, με τις περισσότερες δικαστικές αποφάσεις να εισέρχονται στην ουσία της υπόθεσης και να μελετούν τα νομικά επιχειρήματα και τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι αιτούντες και οι δικηγόροι τους.
Comments