Αυτό το ερώτημα ανακύπτει συχνά σε περιπτώσεις στις οποίες ένας κατηγορούμενος αθωώνεται.
Ένα εκ των πρώτων συναισθημάτων του αθώου είναι να «κυνηγήσει» αυτούς που τον κατηγόρησαν, τους εγκαλούντες ή μηνυτές, αλλά και όσους βοήθησαν τους μηνυτές να τον φέρουν στο εδώλιο, δηλαδή και τον Δικηγόρο τους.
Αυτό ακούμε ως Δικηγόροι συχνά, ως αίτημα από αθωωθέντες πελάτες μας: «Να τους καταστρέψουμε όλους, όσοι μας προξένησαν αυτό το κακό».
Και ποια μεγαλύτερη απόδειξη, σκέπτεται ο αθώος, από μία δικαστική απόφαση (ή Εισαγγελική Πράξη, ή Βούλευμα) που διατρανώνει την αθωότητά του.
Ως προς τους εγκαλούντες ή μηνυτές του αθώου, τα πράγματα είναι κατά τι σαφέστερα. Πραγματικά, «Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος εν γνώσει και ψευδώς καθιστά άλλον ύποπτο στην αρχή υποβάλλοντας, αλλοιώνοντας ή αποκρύπτοντας κάποιο αποδεικτικό μέσο για αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση», μας διδάσκει το Αρ.229 ΠΚ.
Ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις, με την ίδια αυτή ψευδή καταμήνυση μπορεί να πραγματώνεται και η υπόσταση του Αρ.363 ΠΚ καθώς «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή.», «Αν το γεγονός … είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.» Μπορούμε συνεπώς να έχουμε δια μίας και μόνης εγκλήσεως ή μηνύσεως -που αποδεικνύεται ψευδής- μια κατ’ιδέαν αληθινή συρροή εγκλημάτων, δηλαδή πολλά διαφορετικά εγκλήματα που πραγματώνονται με μία πράξη.
Έτσι, η μεν ψευδής καταμήνυση που κρύβεται στο δικόγραφο χτυπά το αγαθό της «Απονομής της Δικαιοσύνης», η δε συκοφαντική δυσφήμιση που συγκεντρώνεται στις ίδιες λέξεις του ίδιο δικογράφου πλήττει την τιμή και την αξιοπρέπεια του -τελικώς- αθώου.
Ως προς τον Δικηγόρο των εγκαλούντων ή μηνυτών, ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μπορεί ο Δικηγόρος να είναι και ο ίδιος ένοχος ψευδούς καταμηνύσεως ή και συκοφαντικής δυσφήμισης όταν -ευθέως μιλώντας- απλά «γράφει ψέματα» στο χαρτί;
«Δεν οφείλει να ερευνά όσα του λένε οι πελάτες του;», μπορεί να ρωτήσει καλόπιστα κάποιος. «Μπορεί να γράφει αυτά τα φρικτά πράγματα και να μην τιμωρείται;».
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών συνεδρίασε επί του θέματος και η απόφασή του ενισχύει την πάγια θέση των δικαστηρίων. Μας διδάσκει ότι «παγίως γίνεται δεκτό ότι ο δικηγόρος δεν υπέχει ποινική ευθύνη για παραβάσεις που τυχόν τελεί με την σύνταξη αγωγών, εγκλήσεων κλπ., που συντάσσονται με εντολή του εντολέως του και βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της εντολής αυτής, εφόσον ο ίδιος δεν γνώριζε την αναλήθεια εκείνων που εξέθετε ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών οργάνων (ΑΠ 1395/1996 ΠοινΧρ ΜΖ 1418). Τα ανωτέρω νομολογούμενα προκύπτουν και βάσει του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), όπου στο μεν άρθρο 5 περ. δ' ορίζεται ότι ο δικηγόρος “δεσμεύεται από το περιεχόμενο της εντολής που αποδέχτηκε”, στο άρθρο 3 παρ. 1 διαλαμβάνεται ότι εκείνο που προέχει στην εντολή που δίδει ο εντολέας προς τον δικηγόρο “είναι το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα του προς αυτόν” και στο άρθρο 37 παρ. 1, εν τέλει, ορίζεται με σαφήνεια ότι ο δικηγόρος αποδεχόμενος την εντολή έχει υποχρέωση να ενεργεί κατά την εντολή.».
Ο Δικηγόρος, συνεπώς, ακόμα και όταν ο εντολέας του προβάλλει ισχυρισμό όλως διόλου ανυπόστατο, δεσμεύεται από την εντολή και δεν έχει υποχρέωση να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς τους εντολέως. Μπορεί, συνεπώς, να είναι υπεύθυνος μόνον όταν ο ίδιος προτείνει την καταφυγή στο ψεύδος ενώ ο εντολεύς έχει ομολογήσει διάφορη αλήθεια στον συνήγορό του.
Το δε Συμβούλιο Εφετών πηγαίνει και έτι περαιτέρω, σημειώνοντας ότι: «ο προσφεύγων-κατηγορούμενος δεν ενεργούσε «ιδίω ονόματι», αλλά ως δικηγόρος προς προστασία των συμφερόντων και υλοποίησης των επιθυμιών και υποδείξεων του εντολέως του.»
Τούτη η παρατήρηση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών θέτει και έναν επιπρόσθετο όρο: Για να κριθεί ο Δικηγόρος ύποπτος τέλεσης ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημίσεως, δεν αρκεί να μην γνωρίζει την αλήθεια. Δεν αρκεί καν να γνωρίζει ότι υπάρχει σημαντική πιθανότητα να εμπεριέχονται ψεύδη στο δικόγραφό του. Επιβάλλεται πέρα από contra legem να κινείται και contra rem ως προς τα συμφέροντα του πελάτου του. Πρέπει δηλαδή να έχει εγκολπωθεί μία χωλή απιστία στην πράξη που αποδεικνύεται δια της ουσιαστικής απαλοιφής αυτής ταύτης της εντολής. Με λίγα λόγια, ο Δικηγόρος πρέπει να δρα αχαλίνωτος και ιδία βουλήσει και αυτή η δράση του να καταλήγει στο ψευδές δικόγραφο.
Συμβουλεύουμε, λοιπόν, τους πελάτες μας πολύ πριν την ακροαματική διαδικασία και ήδη από την αρχή της προδικασίας ότι θα ακούσουν πράγματα τρομακτικά από την «άλλη πλευρά». Αυτό είναι κάτι με το οποίο πρέπει να μάθουν να μην οργίζονται. Αυτή είναι εν πολλοίς και η δικανική πράξη: ο καθένας λέγει την αλήθεια του, ελπίζοντας να δει η Έδρα την Αλήθεια ακούγοντας τις επιμέρους αλήθειες όλων.
Comments