Ως Αξιωματικός είχα και το δικό μου fair share μεταθέσεων, συνεπώς τολμώ να πω ότι δεν μου είναι καθόλου ξένα τα αισθήματα εσπευσμένης μετακίνησης και απότομης αλλαγής εργασιακού περιβάλλοντος. Σημειώνω ότι, μεταξύ των μετακινήσεων αυτών, αλγεινότερες ήταν για εμένα αυτές που συνεπαγόταν επιπλέον αποχωρισμό από την οικογένειά μου και σήμαιναν μια περίοδο συνεχούς θήρας του επομένου τραίνου ή ολονύκτια οδήγηση για να δω τους δικούς μου.
Ας σημειώσω, επίσης, ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της πορείας μου, δεν υπήρχε καν δυνατότητα ενδικοφανούς προσφυγής, ούτε νομικό πλαίσιο αξίωσης πράξεων για τις οποίες η Διοίκηση είχε ήδη αποφασίσει. Το μόνο νομότυπο εργαλείο ήταν η αναφορά παραπόνων, που φυσικά ενείχε αφ’ εαυτού την παράβαση της αρχής του Judex nemo in causa sua (ουδείς δικαστής των δικών του συμφερόντων).
Οφείλω δε να σημειώσω εδώ κάτι που έχω πει πολλές φορές τα τελευταία δύο χρόνια: Οι Ένοπλες Δυνάμεις του 2020, στον τομέα χειρισμού του προσωπικού τους, είναι πολύ χειρότερες από ό,τι ήταν δέκα χρόνια πριν. Αυτό αποτελεί προσωπική μου άποψη, αλλά δέχομαι ευχαρίστως και την αντίθετη -αρκεί να έρχεται από χείλη στρατιωτικού.
Τo blogpost αυτό, που ασχολείται με τις μεταθέσεις στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ), καλό θα είναι να αναγνωσθεί πρωτίστως (νομο-)τεχνικά, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές επιδιώκεται από σχολιαστές του αντικειμένου ή της επικαιρότητας η έμφαση στις κοινωνικές ή ηθικές παραμέτρους.
Τις παραμέτρους αυτές, μολονότι βρίσκονται χωρίς αμφιβολία στον πυρήνα της νομικής επιστήμης, θα αποφύγουμε να αγγίξουμε ως τέτοιες, μιας που κάθε κοινωνικό ή ηθικό ζήτημα είναι απολύτως σίγουρο ότι θα βρει υποστηρικτές τόσο στις μέσες λύσεις, όσο και στις δύο άκρες του. Ούτως ειπείν, θα υπάρχουν σίγουρα θιασώτες της άποψης ότι πρέπει να μετατίθενται όλοι κάθε χρόνο, όσο και θιασώτες του αντιθέτου, ότι δεν πρέπει να μετατίθεται κανείς ποτέ. Και φυσικά, αμφότερες οι ακραίες κατηγορίες θιασωτών που προανέφερα δεν ανήκουν κατά κανόνα στο σώμα των Στρατιωτικών.
Ας περιοριστούμε λοιπόν βλέποντας το ζήτημα υπό το πρίσμα της ιστορικής-συστηματικής νομικής ανάλυσης με σκοπό την απάντηση στο ερώτημα του τίτλου:
Μη υπεισερχόμενοι στην απώτατη νομική ιστορία, ας θεωρήσουμε αξιωματικώς [προς χάριν οικονομίας] ότι η λεγόμενη «αρχή της αιτιολογίας» αποτελεί έναν από τους πυλώνες κάθε δημοκρατικώς συγκροτημένου σύγχρονου κράτους. Τούτη η αρχή ενδιαφέρεται κυρίως να περιορίσει την ασυδοσία της οποιασδήποτε αρχής και με πολύ απλό τρόπο μας ενθυμίζει ότι η Διοίκηση πρέπει να επικαλείται έναν λόγο (αληθή ή ψευδή, επαρκή ή ανεπαρκή, αλλά σε κάθε περίπτωση έναν τουλάχιστον λόγο), που να δικαιολογεί κατά τη γνώμη της Διοίκησης την κάθε της πράξη, ιδίως δε αυτές που έχουν χαρακτήρα ατομικό. Αυτές που αναφέρονται δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ακόμα και αν αυτό δεν κατονομάζεται.
Σε τούτη την αρχή, η δουλειά κάθε εξουσίας είναι ασφαλώς διακριτή. Η Διοίκηση οφείλει να προβάλει έναν λόγο και η Δικαστική Εξουσία να τον κρίνει με βάση το Νόμο. Ας υπογραμμίσουμε εδώ ξανά το «με βάση το Νόμο».
Στο Αρ.11 παρ. 2 του Συντάγματος βλέπουμε μια από τις μέριμνες του συντακτικού νομοθέτη, με την οποία η Διοίκηση περιορίζεται και δεν δικαιούται να απαγορεύει τις δημόσιες συναθροίσεις παρά μόνο αιτιολογημένα. Το δε Αρ.10 του Συντάγματος ορίζει ότι οι Διοικητικές αρχές οφείλουν να απαντούν αιτιολογημένα στα αιτήματα των πολιτών.
Από τούτες τις δύο και μόνον διατάξεις, βλέπουμε πόσο ο συντακτικός νομοθέτης υποστηρίζει την αιτιολόγηση και πόσο οι σύγχρονες δημοκρατίες δικαιολογημένα αποστρέφονται την έλλειψη αιτιολογίας, που θεωρούν ipso facto δείγμα αυθαιρεσίας. Και προς επίρρωση τούτου, ας φαντασθούμε μία κοινωνία όπου η αιτιολογία δεν θα ήταν απαραίτητη: αν γινόταν φερ’ειπείν προσαγωγές και συλλήψεις χωρίς λόγο, αν χρησιμοποιούνταν βία χωρίς λόγο, αν γινόταν αρπαγές χωρίς λόγο, παραβιάσεις της ιδιωτικότητας χωρίς λόγο, αν γκρεμιζόταν σπίτια χωρίς λόγο κ.ο.κ.
Ας φαντασθούμε επιπλέον ότι έρχεται ένα έγγραφο στο σπίτι μας που μας ενημερώνει ότι το Κράτος θα μας εκτοπίσει από αυτό χωρίς αιτιολογία. Και ας φανταστούμε τώρα έναν Δικαστή που μας ερωτά αν έχουμε και δεύτερο σπίτι, θαρρείς και η ύπαρξη δεύτερου σπιτιού απαλείφει το άδικο του εκτοπισμού μας.
Με μια ιστορική θεώρηση της νομοθεσίας και της νομολογίας, βλέπουμε μάλιστα με διαύγεια, ότι η ιστορία της δημοκρατίας είναι μια συνεχής προσπάθεια για περισσότερη αιτιολογία εκ μέρους του κράτους προς του πολίτες. Έτσι, από την μία όποια αιτιολογία, ο Νόμος έφτασε να απαιτεί αληθή αιτιολογία. Και κατόπιν, όχι μόνον αληθή, αλλά και επαρκή αιτιολογία.
Το Αρ.17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ήδη από το 1999, συμπύκνωσε τη νομολογία και τη νομική θεωρία και διδάσκει ότι «Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία [που] πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης».
Φτάσαμε λοιπόν τη νομική μας παιδεία στο σημείο που όχι μόνο απαιτείται αιτιολογία, αλλά αυτή πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής. Και τούτη δεν ήταν μια εθελουσία παραχώρηση του κράτους προς τον πολίτη, αλλά -όπως όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα- μία κοινωνική επιταγή που ωρίμασε στη θεωρία και τη νομολογία πριν εκφραστεί νομοθετικά.
Ωστόσο, ακόμα και αυτή η -όμορφα δημοκρατική- έκφραση της αρχής της αιτιολογίας δεν ήταν αρκετή για το νομοθέτη των πραγμάτων που σχετίζονται με την Εθνική Άμυνα και την Ασφάλεια των Πολιτών. Ο Νομοθέτης, γνωρίζοντας καλά ότι το πεδίο των μετακινήσεων στρατιωτικού προσωπικού είναι ένα από τα εξαιρετικώς ευαίσθητα θέματα, και με αναμφίβολη επίγνωση πρότερων συμπεριφορών που αποτέλεσαν όνειδος της νομικής μας ιστορίας, ήλθε και απαίτησε την «πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας» στο Ν. 3883/2010.
Για τη μετακίνηση, λοιπόν, προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν αρκεί σαφής, ειδική και επαρκής αιτιολογία, αλλά έτι περαιτέρω, απαιτείται να είναι και πλήρης.
Και με την νομοθέτηση του Ν. 3883/2010 έγινε ό,τι θα ανέμενε κάθε πρωτοετής νομικής. Το σύνολο των μεταθέσεων στρατιωτικού προσωπικού ακυρώθηκε πρακτικώς λόγω της ανεπαρκούς αιτιολογίας.
Γιατί; Θα ρωτούσε κάποιος καλόπιστα. Για δύο λόγους: Πρωτίστως διότι τα Γενικά Επιτελεία ποτέ δεν ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητα στην προσωποποιημένη αιτιολόγηση των μεταθέσεων. Τόσο ιστορικώς όσο και για καθαρά πρακτικούς λόγους.
Δευτερευόντως διότι οι μεταθέσεις συνοδεύονται με έναν περίεργο τρόπο με την Εθνική Ασφάλεια και ιδίως με τη λεγόμενη διάταξη των δυνάμεων, όπως με παρόμοιο τρόπο διδασκόμασταν κάποτε ότι ο «ύπνος σκοπού» του Άρ. 75 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα αποτελεί δυνητικώς καίριο πλήγμα για την Εθνική Άμυνα ως έννομο αγαθό (Rechtsgut).
Ας αναφέρουμε εδώ εκ του περισσού ότι η δημόσια διοίκηση της χώρας μας, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας, συγκεντρώνει στο θέμα της διαφάνειας και αξιοκρατίας ποσοστό 45%, βαθμολογία που την κατατάσσει στην 67η θέση μεταξύ των 180 χωρών που εξετάζονται και προ-τελευταία ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (https://www.transparency.org/country/GRC), με τον εν πολλοίς άδικο χαρακτηρισμό «Ελαττωματική Δημοκρατία» («Flawed Democracy”).
Τα Διοικητικά Εφετεία, ερμηνεύοντας ορθά το Ν. 3883/2010 ακύρωσαν όλες σχεδόν τις δυσμενείς μεταθέσεις του 2011. Και έτσι συνεχίσθηκε και στα επόμενα έτη, χωρίς ούτε τα Γενικά Επιτελεία να κάνουν σημαντική προσπάθεια αιτιολόγησης, ούτε τα Διοικητικά Εφετεία να πείθονται ότι η μετακίνηση του Χ υπαξιωματικού τεχνίτη από τη Βόνιτσα στην Άρτα πρέπει να τυλίγεται σε αναιτιολόγητο σκότος, μιας που ο Νόμος σαφώς απαιτεί σαφή, ειδική, επαρκή αλλά και πλήρη αιτιολογία.
Και κάποια στιγμή, στα 2015, χωρίς ουσιαστική αλλαγή του γράμματος του Νόμου ή των κείμενων διατάξεων, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών άλλαξε άρδην το νομικό χειρισμό των αιτήσεων ακυρώσεως. Με ένα σκεπτικό που μεταδόθηκε σε όλα τα Διοικητικά Εφετεία, όλες οι απαιτήσεις του Νομοθέτη για σαφή, ειδική, επαρκή αλλά και πλήρη αιτιολογία παραμερίσθηκαν, και το σύνολο σχεδόν των αιτήσεων ακυρώσεως απορρίφθηκε.
Όπως και κάθε χρόνο, έτσι και φέτος πολλοί στρατιωτικοί θα προσφύγουν κατά των μεταθέσεών τους. Και όλες οι συζητήσεις και οι κεκλεισμένων των θυρών (in camera) συνεδριάσεις θα περιστραφούν γύρω από το κατά πόσο σοβαροί είναι οι λόγοι που επικαλείται ο αιτούμενος, σε έναν μάλλον ατυχή μηχανισμό πειθούς των δικαστικών αρχών ότι ο μετατιθέμενος είναι πένης και αναξιοπαθής, ή πενέστερος και αναξιοπαθέστερος των υπολοίπων.
Έχει παιδιά ανήλικα και πόσα; Έχει αρτιμελή οικογένεια; Έχει θέμα υγείας; Είναι η Μαρία πιο δυστυχής από την Ελένη; Είναι ο Δημήτρης πιο πτωχός από τον Γιώργο;
Θα έρθει, λοιπόν, και φέτος η Δικαστική Εξουσία και τις πλείστες φορές θα απορρίψει εκτιμώ το αίτημα δικαστικής προστασίας στο στάδιο των προσωρινών διαταγών και αιτήσεων αναστολής, ενίοτε και με αξιοπερίεργους λόγους. Ο Σταύρος έχει περιουσία, άρα μπορεί να πάει στο τάδε νησί. Ο Γιώργος δεν έχει, αλλά δεν έχει και παιδιά και μπορεί επίσης να πάει στο νησί. Ο Θανάσης ήξερε ότι έμπαινε στο Στράτευμα και το Στράτευμα έχει μετακινήσεις, άρα καλά να πάθει.
Και σε όλο τούτο, θα παραβλεφθεί, εκτιμώ, μία σημαντικότατη λεπτομέρεια: κανείς δεν θα επιμείνει στο αν υπάρχει αιτιολογία και αν είναι
της απαιτούμενης ποιότητας που ψήφισε ο Νομοθέτης. Η αιτιολογία είναι «ουσιώδης τύπος» μας διδάσκει η νομολογία του ΣτΕ. Χωρίς αυτόν η διοικητική πράξη δεν είναι μόνον ελαττωματική, αλλά άκυρη.
Υπάρχει, λοιπόν, αυτός ο ουσιώδης τύπος;
Η απάντηση σε αυτό είναι εύκολη: Προφανώς και δεν υπάρχει, και προφανώς ο Νομοθέτης δεν ικανοποιείται με μία αφηρημένη έννοια όπως οι «υπηρεσιακές ανάγκες» ή τα συναφή.
Και προφανώς δεν κοσμεί το λειτούργημα ούτε του Δικαστή ούτε του Συνηγόρου να συζητούν μεταξύ τους για το πόσο «κακόμοιρος» ή αναξιοπαθής μπορεί να είναι ο κάθε στρατιωτικός. Και προφανώς δεν είναι δουλειά του Συνηγόρου να υπεισέρχεται σε πράξεις που στερούνται ουσιώδους τύπου.
Δουλειά τόσο του Δικαστή όσο και του Συνηγόρου είναι να διαπιστώνουν αν τηρείται ο Νόμος, όπως αυτός ψηφίστηκε από τη Βουλή και το δικαιϊκό μας σύστημα καλείται να προασπίσει.
Δεν είναι, λοιπόν, δουλειά του Συνηγόρου να προβάλει τον πελάτη του ως «κακόμοιρο». Δουλειά του Συνηγόρου είναι να ελέγξει τις διοικητικές πράξεις μεταθέσεων και να ρωτήσει: Έχουν σαφή, ειδική, επαρκή και πλήρη αιτιολογία, όπως απαιτεί ο Νόμος; Αν ναι, τότε και ο πενέστατος οφείλει να εκτελέσει τις εντολές, οσοδήποτε σκληρές. Dura lex sed lex.
Αν όχι, όμως, τότε και ο ευδαιμονέστατος με οσοδήποτε πλούτο δεν μπορεί να μετακινηθεί, απλώς διότι η πράξη είναι αναιτιολόγητη. Και διότι η αναιτιολόγητη πράξη είναι παράνομη ως άκυρη.
Εν κατακλείδι, η αρχή της αιτιολογίας δεν μας καλεί να παράξουμε νομολογία βασισμένοι στο ποιος είναι πιο αξιολύπητος έναντι της Διοικητικής Αρχής. Τούτο μετακινεί ανεπίτρεπτα το βάρος από το δικαίωμα στο έλεος. Η αρχή της αιτιολογίας μας λέγει ότι όταν το κράτος μιλά, οφείλει να μιλά πειστικά και δίκαια. Και μας λέγει ότι κάθε της πράξη πρέπει να γίνεται με την ανάλογη σπουδή. Και αν δεν το κάνει όπως ορίζει ο Νόμος, οφείλει να κρίνεται.
Συμφέρει συνεπώς να προσφύγουμε σε ένδικα μέσα και βοηθήματα κατά της μεταθέσεώς μας; Η απάντηση είναι «ναι». Για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι η Διοικητική Δικαιοσύνη σε πολλά θέματα επαμφοτέρισε, αλλά βρήκε σταθερό νομολογιακό βάθρο στο τέλος. Ήδη εδώ και δύο χρόνια διαπιστώνουμε αργή αλλά σταθερή αλλαγή της νομολογίας με τις ολοένα και περισσότερες δικαιώσεις στελεχών.
Ο δεύτερος είναι απλός ακόμα και με στρατιωτική λογική:
υπάρχει μάχη που δεν θα σταθείς να την παλέψεις; Σημείωση: Μια νωρίτερη έκδοση αυτού του άρθρου φιλοξενήθηκε στον στρατιωτικό ιστότοπο Militaire (https://www.militaire.gr/axizei-o-dikastikos-agonas-epi-ton-metatheseon-stis-enoples-dynameis/)
Comments